- ἀκριτόφυλλος
- ἀκριτό-φυλλος (φύλλον): dense with leaves or foliage, Il. 2.868†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ακριτόφυλλος — ἀκριτόφυλλος, ον (Α) αυτός που έχει αναρίθμητα φύλλα, ο πυκνόφυλλος «ἀκριτόφυλλον ὄρος» (Όμ. Β. 868). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκριτος + φυλλος < φύλλον] … Dictionary of Greek
ἀκριτόφυλλον — ἀκριτόφυλλος of undistinguishable masc/fem acc sg ἀκριτόφυλλος of undistinguishable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκριτος — (I) η, ο (Α ἄκριτος, ον) 1. αυτός που δεν έχει κρίση, δεν κρίνει ή δεν μπορεί να κρίνει κάτι 2. (για λόγους ή πράξεις) αλόγιστος, απερίσκεπτος, επιπόλαιος 3. (για πρόσωπα και υποθέσεις) αυτός που δεν πέρασε από δίκη, δεν κρίθηκε, αδίκαστος,… … Dictionary of Greek
φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… … Dictionary of Greek